3Σ1.O7
Τμημα Αρχιτεκτονων / Department of Architecture
Αριστοτελειο Πανεπιστημιο Θεσσαλονικης / Aristotle University of Thessaloniki
O σχεδιασμος μεσα απο ενα
"παιχνιδι" "αποσταθεροποιησης" και "αποδιαρθρωσης"
/ Design through a 'play' of undoing
Πολλές φορές όταν θέλουμε να μιλησουμε για την αρχιτεκτονική, δεν
ξεκινουμε από την ίδια την αρχιτεκτονική, αλλα από άλλα πεδία. Πολλές φορές όταν θέλουμε να σχεδιασουμε, δεν
ξεκινουμε από αρχιτεκτονικές ιδεες, αλλα από μη αρχιτεκτονικές. Συνήθως η αντληση των ιδεων αυτων συντελείται
μέσα από την εμπειρια της ιδιας της ζωης, των βιωματων, της μνημης και των
συνειρμων, όπως όμως καθρεπτιζονται, ισως και διυλιζονται, μεσα από αναφορες
στην τέχνη, τη φιλοσοφία, τις επιστήμες.
Εν πασει περιπτωσει, από οπου και να ξεκινουμε, μετά από μια άλλοτε
μακρυα και άλλοτε πιο συντομη διαδρομη, καποτε καταληγουμε στην αρχιτεκτονική,
και εν προκειμενω, στην αρχιτεκτονική ιδέα.
Κατά συνέπεια, το μόνο βεβαιο είναι ότι η διαδρομη αυτή ταυτίζεται με
τον αρχιτεκτονικο σχεδιασμό, του οποίου το αποτέλεσμα κρινεται με βάση την
εφαρμοσμενη του πρακτική και όχι τη θεωρητική του, μη αρχιτεκτονική,
αφετηρία. Για αυτό και είναι κατά
τεκμηριο μη συνεχής, σκοτεινη, άδηλη, αδιευκρινιστη, διαισθητική, μη συνειδητή,
και πολλες φορές επώδυνη. Τις
περισσότερες φορές είναι χρονοβορα και στο μεγαλυτερο τμημα της ακαρπη. Ελαχιστες φορές είναι καταιγιστικα
γρηγορη. Το ερωτημα που πηγαζει εδώ
αβιαστα είναι: Ποια είναι εν τελει αυτή η διαδρομη? Με αλλα λογια, τι συμβαίνει στην πορεία της,
στην οποια συντελειται ο μετασχηματισμος από τον μη αρχιτεκτονικο λογο στον
αρχιτεκτονικό λόγο?
Μελημα του συγκεκριμενου μαθηματος, ενός από τα πολλα για τον
αρχιτεκτονικο σχεδιασμο, είναι μια ενδεχομενη πρόταση στο παραπάνω
ερώτημα. Πιο συγκεκριμένα, κεντρικο αξονα
του μαθηματος αποτελεί ο αρχιτεκτονικος σχεδιασμος με έμφαση όμως στη
διαδικασία του, την οποία βλεπουμε όχι ως μια αμεση και αυτοματη διαδικασία,
αλλά ως ενιαία, αμφιδρομη και διεπιστημονική.
Οφειλουμε εδώ να διευκρινισουμε, ότι θεωρουμε τη διαδικασία αυτη:
Διεπιστημονική, διότι διαπερνα τα επιστημολογικα
όρια της αρχιτεκτονικης, ως ενός από τα πεδία του χωρου (αστικου σχεδιασμου,
πολεοδομιας, αρχιτεκτονικης τοπιου, κτλ), με τα εκαστοτε αλλα πεδια, όπως των
επιστημων του ανθρωπου (κριτικής λογοτεχνιας, ψυχαναλυσης, κτλ), των φυσικων
επιστημων (βιολογιας, κτλ) και της φιλοσοφιας.
Ενιαία, διοτι είναι ταυτοχρονα θεωρητικη
και εφαρμοσμενη. Απλως για
μεθοδολογικούς μόνο λόγους, μπορουμε να την διακρινουμε ως προς τις δυο ακραιες
της τιμες: τη μια που αποτελεί το θεωρητικο της υπόβαθρο και την άλλη που
αποτελεί την πρακτική της εφαρμογή, δηλαδή το συνθετικο αποτελεσμα.
Αμφιδρομη, διότι η κινηση στο εσωτερικο της
δεν μπορεί να είναι μονοδρομη. Δεν
υποστηριζεται εδώ, ότι υπαρχει κάποια αφετηρία προσδιορισιμη, που θα μπορουσε
να οδηγει σε κάποιο επίσης προσδιορισιμο αποτελεσμα. Δεν υποστηριζεται, ότι κάποια μονοδρομη φορά
μπορεί να είναι αξιολογικα προτιμητεα της αλλης, για παράδειγμα, ότι «η
διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ξεκινά από το θεωρητικο της υπόβαθρο
για να καταληξει μονοδρομα στο εφαρμοσμενο του αποτελεσμα». Κάθε άλλο.
Στο σημείο αυτό, υποστηριζεται μια μαλλον αγνωστικιστικη αποψη, συμφωνα
με την οποία «οποιαδηποτε από τις δυο ακραιες τιμες μπορει να καταστει ειτε
σημείο αφετηριας ειτε σημείο αποτελεσματος».
Μέσα από το πρισμα αυτό, υποστηριζουμε την
αποψη, ότι ο αρχιτεκτονικος σχεδιασμος ο οποίος ταυτιζεται με μια ενιαία και
αμφιδρομη διεπιστημονική διαδικασία, δεν είναι τιποτε άλλο, παρα μια μετάφραση,
της οποίας το υπόβαθρο είναι φιλοσοφικό.
Στη διαρκεια των προηγουμενων ετων, η προσέγγιση του αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού σε όλα τα επί μέρους στάδια της εκπαιδευτικης διαδικασίας, βασιζοταν
σε μια αλληλουχια μεταφρασεων από ένα «κείμενο» σε ένα άλλο. Το εκάστοτε «κείμενο» ηταν φυσικά εκεινο το
αποτελεσμα του σχεδιασμού, στο όποιο κατεληγε η διαδικασία σε κάθε επί μέρους
σταδιο. Γινοταν όμως μαλλον με μη
συνειδητα ευδιακριτο τρόπο. Φετος η
έννοια της μετάφρασης εισάγεται πιο συγκεκριμένα και συγκροτημενα ακολουθωντας
μάλιστα τη/τις σημασία-ες της, όπως διατυπωνεται από τον Ηλία Γραμματικο στη
διδακτορική του διατριβή: «Μετάφραση είναι η λεκτική μεταφορά ενός κειμένου από
μια γλώσσα σε μια άλλη ή από μια μορφή γλώσσας σε μια άλλη μορφή, παραδείγματος
χάριν από τα αρχαία Ελληνικά στα νέα Ελληνικά» (Γραμματικός 2011, 58).
Βέβαια αν θελουμε να σταθουμε ειδικοτερα στη
σχέση της μετάφρασης
ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και φιλοσοφια, μπορουμε να ακολουθησουμε τη σκέψη
του Giles Deleuze, ο οποιος υποστηριζει ότι ο
εναγκαλισμος των δυο είναι θανασιμος και ως εκ τούτου η εκάστοτε αποπειρα
αποκωδικοποιησης της κάθε μιας προσκρουει στην άλλη: «Η μετάφραση ανάμεσα στην
αρχιτεκτονική και φιλοσοφια επιτελειται με δυο τρόπους. Κάθε μια νοιωθει μια φονικη ελξη για την
άλλη. Η ελξη αυτη αποδεικνυεται με
πολλους και διαφορετικους τρόπους. Κάθε
μια εξαρτάται από την άλλη. Καμιά από
αυτές δεν μπορεί να σκεφτει τον εαυτό της εξω απο την άλλη και επίσης καμιά από
αυτές δεν μπορεί να σκεφτει τον εαυτό της τοποθετωντας την αλλη εξω από
αυτόν. Κάθε μια κατασκευαζει την άλλη ως
ένα σημείο καταγωγης από το οποίο, εξ ορισμού ή πιο σωστα εξ αυτοπροσδιορισμου,
απορρέει» (Deleuze 2003).
Αν όμως θελουμε γενικότερα να ανιχνευσουμε την έννοια της
μεταφρασης, μπορουμε να ακολουθησουμε
τη σκέψη του Walter Benjamin, που
υποστηριζει, οτι η μετάφραση δεν συνεπαγεται μια διαδικασία, η όποια
δημιουργει μια συνθηκη καθαροτητας και πληροτητας ενός αρχικου κειμένου, που
ποτε δεν ειχε. Απλως δημιουργει μια
συνθηκη νοσταλγιας. Για αυτό και δεν
είναι μια διαδικασία μεταφορας, αλλά μετασχηματισμου. Βέβαια ο Benjamin εστιάζεται στη σχέση της αρχικης ιδεας του
πρωτοτυπου και του «φαινεσθαι» της παραγομενης ιδεας, για να εξηγησει, ότι η
μετάφραση δεν είναι μια απλη μεταφορα μιας εικονας ή μιας εννοιας: «Μετάφραση
δεν είναι η μεταφορα, η αναπαραγωγή ή η εικόνα μιας πρωτοτυπης έννοιας που
προηγειται. Αντιθετα η πραγματική
αισθηση του πρωτοτυπου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απορροια της μεταφρασης, η
οποία παράγει αυτό που φαίνεται ότι αναπαραγεται» (Wigley 1993, 3). Στο σημείο αυτό
κατανοουμε, ότι η μετάφραση μιας γλώσσας σε μια άλλη, και εν προκειμενω μιας μη
αρχιτεκτονικης ιδεας στην αρχιτεκτονικη, συνιστά εκεινο το αποτελεσμα του
μετασχηματισμου, το οποίο «φαινεται» ότι αναπαραγεται.
Στο σημείο αυτό ο Walter Benjamin συνεχιζει την ερμηνεία του για την αναγκαιοτητα μετασχηματισμου μιας
γλώσσας σε μια άλλη, αποδιδοντας την στο αναποφευκτο χασμα που εντοπίζεται στη
δομή του κειμένου ή σωστότερα του κάθε κειμένου. Αυτό το χασμα ερχεται αναγκαστικα να καλυψει
η μετάφραση, προκειμενου να απελευθερωσει οτιδήποτε μενει κρυμμενο μέσα σ’ αυτή
τη δομή, που για αυτό το λογο παραμενει «ξενο».
Ο ίδιος διατυπωνει: «Υπάρχει καποιο χασμα στη δομή του κειμένου, το
οποίο πρεπει να καλυψει η μετάφραση. Να
το καλυψει όμως ακριβώς με έναν τρόπο εξαναγκασμου, ώστε να ανοιξει παράπερα
και να απελευθερωσει οτιδήποτε μενει κρυμμενο μέσα σ’ αυτή τη δομή. Το κείμενο δεν είναι ποτέ ένα οργανικο,
ενοποιημενο συνολο. Είναι ήδη
διασπασμενο, περιέχει κενά και στεγαζει κάτι το «ξενο» (alien)» (Wigley 1993, 3).
Η οπτικη
Η οπτική που υιοθετουμε για την προτεινομενη
διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, όπως θα δουμε παρακατω, είναι ότι
τόσο η μη αρχιτεκτονική του αφετηρία όσο και το εφαρμοσμενο αρχιτεκτονικο του
αποτελεσμα συνιστούν «κείμενα». Συμφωνα
με την οπτική αυτή, επιτρεπεται η αναγωγή και των μη αρχιτεκτονικών αλλά και
των αρχιτεκτονικων εννοιών σε κοινή επιστημολογικη βάση. Διότι μόνο εάν υπαρχει μια κοινή
επιστημολογικα βάση, στην οποία να αναγονται και τα μεν κείμενα και τα δε,
καθίσταται δυνατή η επιτελεση της συγκεκριμένης αυτής εκπαιδευτικής
διαδικασίας.
«Κείμενα» πρώτα από όλα προς ανάγνωση. «Κείμενα» που προκαλούν και προσκαλούν τον
αναγνώστη, την αναγνώστρια. «Κείμενα»
που συντασσονται, που διατυπωνονται, που γραφονται, που λεγονται, που σχεδιαζονται,
που κατασκευαζονται, από τον-την δημιουργο, τον-την σχεδιαστη-στρια, τον-την
αρχιτεκτονα, τον-την φοιτητη-τρια αρχιτεκτονικης.
Συνοψιζοντας λοιπόν όλα τα παραπανω,
μπορουμε να ισχυριστουμε, οτι η οπτικη μέσα από την οποια αντιμετωπιζεται η
διαδικασια του αρχιτεκτονικου σχεδιασμου βασιζεται σε δυο
"υποθεσεις" η "προυποθεσεις":
H πρωτη: Tοσο το χωρικο
αντικειμενο, το κτιριο, οσο και το φυλο εκλαμβανονται ως «κειμενα», ενω η
διαδικασια του αρχιτεκτονικου σχεδιασμου ως διαδικασια «συνταξης» του.
H δευτερη: O χωρος, τοσο
ως θεωρητικη συλληψη οσο και ως σχεδιαστικη εφαρμογη, αλλα και η ταυτοτητα των
δυο φυλων «δομουνται» (κατασκευαζονται) κοινωνικα και πολιτισμικα.
Mε τις προ-υποθεσεις αυτες, αποκαλυπτονται
κρυμμενες διαστασεις τοσο της θεωρητικης οσο και της σχεδιαστικης προσεγγισης
του χωρου, η οποια στη βαση της ειναι υποκειμενικη. Σκοπος εν τελει της συγκεκριμενης αυτης
εκπαιδευτικης διαδικασιας είναι: H εκφραση με αρχιτεκτονικα μεσα αυτης της
υποκειμενικοτητας. H πραγματωση της
φαντασιωσης του χωρου με σκιτσα, σχεδια, κατασκευες. Η διατυπωση ενος αρχιτεκτονικου λόγου. Ενός λογου όμως ο οποιος, όπως και κάθε λογος,
θα μπορει «να μιλήσει», «να επικοινωνησει».
Αν συνοψισουμε λοιπόν όλα τα παραπάνω και τα
μεταφερουμε στη διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, βλεπουμε να
συντελείται ένας συνεχης και βαθμιαιος μετασχηματισμος της δομής, ο οποιος
ξεκινα από το αρχικο κείμενο της μη αρχιτεκτονικής ιδεας, για να καταληξει σε
ένα τελικο κείμενο της αρχιτεκτονικής ιδεας.
Στην πορεία λοιπόν αυτής της ενδιαμεσης διαδικασίας ενυπαρχει ενα χασμα,
το οποίο αναμενει τον εντοπισμό του απο τη μετάφραση, η οποία θα το ανοιξει,
προκειμενου να απελευθερωσει αυτό που μενει κρυμμενο και «ξενο». Αν εδώ βεβαια θελουμε να κυριολεκτησουμε, το
χασμα δεν περιμενει τον εντοπισμό του από την ιδια τη μετάφραση. Περιμενει τον εντοπισμό του από το υποκείμενο
της μετάφρασης. Για αυτό το λογο, τόσο
ολοκληρη η διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, όσο και το αναμενομενο
αποτελεσμα του μετασχηματισμου, δηλαδή το τελικο κείμενο της αρχιτεκτονικής
ιδεας, είναι αναπόφευκτα υποκειμενικο. Διότι
προκειται για ένα αντικείμενο που αναπαραγεται από το εκάστοτε υποκείμενο της μετάφρασης,
τον μεταφραστη και τη μεταφραστρια: εν προκειμενω τον φοιτητη και τη φοιτητρια
της αρχιτεκτονικης. Για αυτό και η
μετάφραση που συντελειται, δεν μπορεί να είναι μια, αλλά πολλες: με λιγα λογια,
οσοι και οσες είναι οι φοιτητες και οι φοιτητριες του μαθηματος. Με λιγα λογια προκειται για μια διαδικασία
αρχιτεκτονικού σχεδιασμού που βασίζεται στην υποκειμενικοτητα της
μετάφρασης.
Η υποκειμενικοτητα όμως της
μετάφρασης προυποθετει ερευνα. Οπως
δηλαδή για τη διαδικασία οποιασδήποτε μετάφρασης από μια γλωσσα σε μια
άλλη απαιτειται ερευνα, ετσι και για την πραγματοποιηση της μετάφρασης από την
μη αρχιτεκτονική ιδεα στην αρχιτεκτονική απαιτειται επίσης ερευνα. Δεν υπαρχει άλλος τροπος. Διότι οι απαραιτητες, για τον σχεδιασμο,
εννοιες, σημασιες, εργαλεια, αρχες και κανονες συνταξης οφειλουν κατ’ αρχην να
ανιχνευθουν, να επιλεγουν και να διερευνηθουν, προκειμενου στη συνεχεια να
εντοπισθουν οι «καταλληλες», ώστε να καταστει δυνατος ο εσωτερικος
μετασχηματισμος τους από την μια αρχικη ακραια εκδοχη τους στην τελικη της
ολοκληρωσης. Προτεινουμε με λιγα λογια
στο μαθημα αυτό, μια εκπαιδευτικη προσέγγιση αρχιτεκτονικου σχεδιασμού, η οποία
μέσα από μια υποκειμενικη διαδικασία μετάφρασης να είναι δυνατον να καταστει
ερευνα: «ερευνα σχεδιασμού» («research by design»).